- ιταλικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἰταλικός, -ή, -όν, θηλ. και ἰταλίς) [Ιταλός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιταλία και στους Ιταλούς2. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Ιταλίανεοελλ.(το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ιταλική (ενν. γλώσσα), τα ιταλικάη γλώσσα που μιλούν οι Ιταλοί, η ιταλική γλώσσααρχ.(το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἸταλικοίΙταλοί που κατοικούσαν στην αρχαία Δήλο επιγρ..επίρρ...ιταλικά (Μ ἰταλικά)1. με ιταλικό τρόπο2. σε ιταλική γλώσσα.
Dictionary of Greek. 2013.